- ὑποπτάζομαι
- ὑπ-οπτάζομαι,A to be suspected, τῆς ἀλγηδόνος -αζομένης διὰ τῶν ἀρτηριῶν τῆς ἀναδόσεως being suspected (to arise) through . . , Paul. Aeg.3.5 (s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπτάζομαι — και σπάν. ενεργ τ. ὑποπτάζω Α [ὕποπτος] 1. παθ. είμαι ύποπτος 2. ενεργ. υποπτεύομαι … Dictionary of Greek
ὑποπταζομένης — ὑποπτάζομαι to be suspected pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτᾶσθαι — ὑποπτάω roast a little pres inf mp ὑποπτάζομαι to be suspected fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)